- φεγατέλ(λ)η
- η, Νβοτ. ονομασία γένους βρυοφύτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fegatella < ιταλ. fegatella «είδος φυτού», υποκορ. τού fegato «συκώτι» < λατ. ficatum «συκώτι» < λατ. ficum «σύκο» (πρβλ. συκώτι < σύκο, βλ. λ. ήπαρ)].
Dictionary of Greek. 2013.